- επιλαγχάνω
- (AM ἐπιλαγχάνω)νεοελλ.(η μτχ. αορ. β’ ως επίθ.) επιλαχών, -ούσα, -όναυτός που βρίσκεται μετά τον τελευταίο επιτυχόντα σε εξετάσεις ή εκλογές («πρώτος επιλαχών»)αρχ.-μσν.κληρώνομαι, πέφτω στο μερίδιο κάποιου («τό τε κατάμεμπτον ἐπιλέλογχε... γῆρας», Σοφ.)αρχ.1. κληρώνομαι ως αναπληρωτής κάποιου («οὔτε λαχὼν οὔτ’ ἐπιλαχών», Αισχίν.)2. παίρνω ως κλήρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λαγχάνω «τυχαίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.